- βαίνω
- (AM βαίνω)προχωρώνεοελλ.εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν»)αρχ.-μσν.βαδίζω, περπατώμσν.1. περνώ, διαβαίνω2. προπορεύομαιαρχ.Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ' ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον»)2. φεύγω, αναχωρώ («φίλην ἐς πατρίδ' ἔβησαν»)3. πεθαίνω4. έρχομαι5. προχωρώ, φθάνω («ἐς τοσοῡτον ἐλπίδων»)6. οχεύω, βατεύω7. (παρακμ.) στέκομαι ή είμαι σ' ένα μέρος («ἐν ᾦ βεβήκαμεν»)II. φρ.1. «εὖ βεβηκώς» — καλά στερεωμένος, ευτυχισμένος2. «ἀσφαλέως βεβηκώς» — σταθερός3. «οἱ ἐντέλει βεβῶτες» — οι άρχοντες, οι αξιωματούχοι4. «ἐννέα ἐνιαυτοὶ βεβάασιν» — πέρασαν εννιά χρόνια5. «βαίνω μέτρον» — κάνω μετρική ανάλυση6. «χρέος ἐβαμε» — με κυρίεψαν τα χρέη7. «αἶνον ἔβα κόρος» — επήλθε κορεσμός από τους επαίνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < *βαν-jō < *βαμ-jō < *gwm -jō, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας *gwem- (πιθ. παρεκτεταμένης μορφής της *gweo2-) «πηγαίνω, έρχομαι». Στον ενεστ. βαίνω αντιστοιχεί το λατ. venio καθώς και διάφοροι τύποι σε -m: γοτθ. qiman «έρχομαι», αρχ. ινδ. αόρ. agamam «πήγα», παρακμ. jagāma, λιθ. gemu «γεννιέμαι». Η τροπή του -m- σε -η- στον τ. βαίνω (nj < mj) από αφομοιωτική επίδραση του ουρανικού -j-. Ο μελλ. του ρήματος, βήσομαι, ο αόρ. έβην, ορισμένοι ονοματικοί (πρβλ. βηλός, βήμα), καθώς και ρηματικοί τύποι που συνδέονται με το βαίνω (πρβλ. βίβημι), παρουσιάζουν θέμα βᾱ (ιων.-αττ. βη-), το οποίο ανάγεται σε διαφορετική ρίζα *gwā με την ίδια σημασίαπρβλ. τις σημασιολογικά συγγενείς ρίζες *drā (ἀπο-δι-δρά -σκω) και *sthā- (ί-στη-μι). Η σχέση μεταξύ των δύο ριζών *gwem- και *gwā- παραμένει ασαφής.ΠΑΡ. βάδην, βαθμός, βάθρο(ν), βάση (-ις), βατήρ(-ας).ΣΥΝΘ. αναβαίνω, αντιβαίνω, αποβαίνω, διαβαίνω, εισβαίνω, εκβαίνω, εμβαίνω, επιβαίνω, καταβαίνω, μεταβαίνω, παραβαίνω, προβαίνω, συμβαίνω, υπερβαίνωαρχ.αμφιβαίνω, περιβαίνω, προσβαίνω, υποβαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.